ξέσμα

ξέσμα
ξέσ-μα, ατος, τό, ([etym.] ξέω)
A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v. l. for ξῦσμα in Dsc.2.134.
II abrasion, in pl., Jul. Caes.309c.
III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξέσμα — that which is smoothed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση …   Dictionary of Greek

  • ξεσμάτων — ξέσμα that which is smoothed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσμασι — ξέσμα that which is smoothed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσματα — ξέσμα that which is smoothed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσματι — ξέσμα that which is smoothed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέσματος — ξέσμα that which is smoothed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεσμοσαρκία — ξεσμοσαρκία, ἡ (Μ) κομμάτι που λαμβάνεται με ξύσιμο από τη σάρκα, ξέσμα από σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέσμα + σάρξ, σαρκός] …   Dictionary of Greek

  • κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι …   Dictionary of Greek

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • ξυσμάτιον — ξυσμάτιον, τὸ (Α) [ξύσμα] (υποκορ. τού ξύσμα) 1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα 2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» το ξαντό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”